Ζωγράφος, Κωνσταντίνος

Ζωγράφος, Κωνσταντίνος
(Καλάβρυτα 1796 – Μπελβί, Παρίσι 1856). Πολιτικός και διπλωμάτης. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση βρισκόταν στην Ιταλία, όπου σπούδαζε ιατρική. Αμέσως επέστρεψε στην Ελλάδα για να προσφέρει ενεργά τις υπηρεσίες του στον Αγώνα. Μπήκε στον πολιτικό στίβο και εξελέγη πληρεξούσιος σε όλες τις επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις. Διετέλεσε γενικός γραμματέας στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Μετά την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κράτος. Την περίοδο 1832-33, διετέλεσε υπουργός των Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη. Το 1834 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η ιδιότητά του δεν αναγνωρίστηκε από τον σουλτάνο παρά μόνο τον Δεκέμβριο του 1837. Ανακλήθηκε στην Αθήνα, όπου διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών έως τις 10 Φεβρουαρίου του 1841. Τον Μάρτιο ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συγχαρεί τον νέο σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ, ο οποίος υποδέχτηκε τον Έλληνα υπουργό με φιλοφρονήσεις. Του απένειμε ανώτερο παράσημο και του δήλωσε την επιθυμία του να συνάψει φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα. Καρπός των συνομιλιών αυτών ήταν η πρώτη Ελληνοτουρκική συνθήκη στις 3 Μαΐου 1840, με την οποία αναγνωριζόταν η ελληνική ανεξαρτησία και ρυθμίζονταν ζητήματα τα οποία αφορούσαν τους Έλληνες της Τουρκίας. Ο Ζ. κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι ενήργησε επιζήμια με την υπογραφή αυτής της συνθήκης και, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Αργότερα, πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Συμμετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση και εξελέγη πληρεξούσιος Καλαβρύτων. Εισηγήθηκε νόμο για την εκλογή των βουλευτών καθώς και άλλα άρθρα του συντάγματος. Το 1850, η κυβέρνηση του Αντώνιου Κριεζή τον διόρισε πρεσβευτή στην Πετρούπολη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Μαλέας, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – Αθήνα 1928). Ζωγράφος και αρχιτέκτονας, ένας από τους πρωτοπόρους της ζωγραφικής της υπαίθρου στην Ελλάδα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Αθήνα και ζωγραφική στο Παρίσι, με καθηγητή τον Ανρί Μαρτέν. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Κονταρίνης, Κωνσταντίνος — (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.). Ζωγράφος από το Ρέθυμνο, ενετικής καταγωγής. Εργάστηκε μεταξύ 1700−32 στη Βενετία και στην Κέρκυρα. Οι δημιουργίες του χαρακτηρίζονται από την αρμονική συνύπαρξη των παραδοσιακών και των αναγεννησιακών στοιχείων. Ένα …   Dictionary of Greek

  • Μπρουμίδης, Κωνσταντίνος — (Ρώμη 1806 – Ουάσινγκτον 1880). Έλληνας ζωγράφος από Ιταλίδα μητέρα. Ο πατέρας του έφυγε από τα Φιλιατρά και πήγε στην Ιταλία για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο Μ. σπούδαζε ζωγραφική στην Ιταλία αλλά ταυτόχρονα πήρε μέρος στις εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανίδης, Κωνσταντίνος — (1884 – 1972). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η τεχνοτροπία του είναι εμπρεσιονιστική, με ιδιαίτερη προτίμηση στα τοπία. Αξιόλογες είναι οι θαλασσογραφίες του, κυρίως για τις χρωματικές αντιθέσεις τους. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική… …   Dictionary of Greek

  • Φανέλλης, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1791 – Αίγιο 1863). Ζωγράφος. Αναφέρεται και ως Χατζηφανέλλης και Χατζηκωνσταντής. Μετά από παραμονή ενός χρόνου στο Άγιο Όρος, πήγε στη Φλωρεντία (1816) και, αργότερα, στη Ρώμη, στη Βενετία και στη Γερμανία. Από το 1821 έως το 1826 έζησε …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”